- στώμυλμα
- στώμ-υλμα, ατος, τό,= στωμυλία, Id.Ra.943.II of persons, chatterbox, ib.92, quoted by D.H.Rh.10.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στώμυλμα — και στόμυλμα, ύλματος, τὸ, Α [στωμύλλω] 1. στωμυλία 2. (ως χαρακτηρισμός προσ.) φλύαρος, πολυλογάς 3. (κατά τον Ησύχ.) «στωμύλματα περιλαλήματα» … Dictionary of Greek
στωμυλμάτων — στώμυλμα chatterbox neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμύλματα — στώμυλμα chatterbox neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμυλμα — τὸ, Μ βλ. στώμυλμα … Dictionary of Greek